"Η τιμωρία είναι καλός τρόπος χειρισμού των συμπεριφορών;"
Η διαχείριση των δύσκολων συμπεριφορών του αυτιστικού παιδιού (επιθετικότητα προς τον εαυτό ή τους άλλους, καταστροφή αντικειμένων, εμμονές), θεωρείται σήμερα ότι θα πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο θετικής υποστήριξης της συμπεριφοράς του παιδιού και όχι μέσα από παραδοσιακές μεθόδους εξάλειψης ή τιμωρίας. Η διαδικασία θετικού σχεδιασμού περιλαμβάνει αξιολόγηση και ανάλυση των προβλημάτων συμπεριφοράς, προκειμένου να σχεδιαστούν συνολικές παρεμβάσεις θετικής υποστήριξης της συμπεριφοράς, τέτοιες που να μπορούν να εφαρμοστούν καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, τόσο από τους εκπαιδευτικούς όσο και από τους γονείς. Πιο συγκεκριμένα, η θετική υποστήριξη της συμπεριφοράς αναφέρεται στην κατανόηση της λειτουργίας ή του σκοπού των συμπεριφορών που χαρακτηρίζονται ως προβληματικές, και στο σχεδιασμό ενός προγράμματος παρέμβασης, που στόχο έχει, αφενός την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων, και αφετέρου την ελαχιστοποίηση της ανάγκης του ατόμου να εμφανίζει προβλήματα συμπεριφοράς, κάνοντας αυτές τις συμπεριφορές μη αποτελεσματικές και μη απαραίτητες.
"Πως μπορούμε να διαχειριστούμε προβλήματα στο φαγητό (υπερεπιλεκτικότητα, άρνηση λήψης τροφής);"
Συχνά τα παιδιά αλλά και οι ενήλικες με αυτισμό παρουσιάζουν διαταραχές στο φαγητό, οι οποίες κυρίως συνδέονται με:
Δυσκολία στο να μασήσουν στερεά τροφή με αποτέλεσμα να την καταπίνουν αμάσητη. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι στερεές τροφές θα πρέπει να εισαχθούν σταδιακά στο διαιτολόγιό τους. Υπερεπιλεκτικότητα στο φαγητό, με αποτέλεσμα να τρώνε πολύ συγκεκριμένα φαγητά. Συνήθως προτιμούνε τροφές που δε χρειάζονται ιδιαίτερο μάσημα ή τροφές που έχουν ιδιαίτερη υφή, (π.χ. είναι τραγανές). Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια σταδιακής εισαγωγής καινούριων τροφών στο διαιτολόγιο τους, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Συνήθως οι περιορισμένες δίαιτες είναι μία περαστική φάση που βελτιώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Μερικές φορές χάνουν γεύματα (π.χ., τρώνε μία φορά την ημέρα ή αρνούνται να λάβουν τροφή καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας). Σε αυτές τις περιπτώσεις, και εφόσον αποκλειστεί ο παράγοντας ασθένεια ή παρατεταμένη άρνηση λήψης τροφής), δεν υπάρχει λόγος σοβαρής ανησυχίας από τους γονείς, οι οποίοι θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί, όσον αφορά το βαθμό πίεσης, που ασκούν στο παιδί τους, προκειμένου να φάει κάποιο γεύμα, καθώς αυτή μπορεί να επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα (Wing, 2000).
"Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις κρίσεις θυμού;"
Οι κρίσεις θυμού είναι έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα που μπορεί να συνοδεύονται από δυνατές φωνές, δαγκώματα, γρατσουνίσματα ή άλλου τύπου επιθετικότητα προς τους άλλους ή προς τον εαυτό. Η διαχείριση των κρίσεων θυμού θα πρέπει να γίνεται υπό το πρίσμα μιας λειτουργικής ανάλυσης και αξιολόγησης, η οποία θα επιτρέπει στους γονείς να κατανοήσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτές οι συμπεριφορές συμβαίνουν, προκειμένου, έτσι, να κατανοήσουν και το σκοπό που αυτές εξυπηρετούν, καθώς και τους ενεργοποιητικούς παράγοντες που τις προκαλούν και τις διαιωνίζουν. Αν, για παράδειγμα, ένα παιδί εκδηλώνει κρίση θυμού, όταν ζητάει να πάει βόλτα και οι γονείς του δεν του το επιτρέπουν, είναι εμφανές ότι η λειτουργία της κρίσης είναι επικοινωνιακή, ενώ αν οι γονείς, μετά την κρίση θυμού του παιδιού τους, το πάνε βόλτα, διαιωνίζουν με αυτόν τον τρόπο τη συμπεριφορά. Η καλλίτερη αντιμετώπιση μίας κρίσης θυμού είναι η πρόληψή της μετά από αναγνώριση της λειτουργίας ή του σκοπού που εξυπηρετεί. Βελτιώνοντας τις συνθήκες ζωής του παιδιού, εμπλουτίζοντας το πρόγραμμά του με δραστηριότητες που το ευχαριστούν και το χαλαρώνουν, εισάγοντας εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας, ώστε το παιδί να μπορεί να δηλώνει με ένα κοινωνικά αποδεκτό τρόπο τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, μειώνονται οι πιθανότητες για εκδήλωση κρίσεων θυμού. Επίσης, είναι ιδιαίτερα σημαντική η αναγνώριση μιας επικείμενης κρίσης θυμού από τους γονείς, έτσι ώστε να τροποποιήσουν οι ίδιοι τη συμπεριφορά τους ή το περιβάλλον του παιδιού προκειμένου να την αποφύγουν. Πιο συγκεκριμένα συνιστάται τους γονείς να:
αποφύγουν να κάνουν οτιδήποτε θα διεγείρει ακόμη περισσότερο το παιδί (φωνές, απειλές, σωματική εγγύτητα, έντονες χειρονομίες, εκφράσεις προσώπου). μιλάνε με ήρεμο τόνο και να προσπαθούν να βοηθήσουν το παιδί να ηρεμήσει, δείχνοντας του ότι βρίσκονται κοντά του για ό,τι χρειασθεί. να απομακρυνθούν τελείως από το οπτικό του πεδίο, αν αυτό βοηθά το παιδί να ηρεμήσει. Είναι σημαντικό, επίσης, οι γονείς να μην θέτουν στο παιδί απαιτήσεις, όταν αυτό είναι ήδη εκνευρισμένο, προσπαθώντας να του δώσουν τρόπους για να χαλαρώσει (μουσική, μαξιλάρια, μασάζ, χυμό). (Donnellan, et al., 1988; O'Neil, et al., 1997).
"Πώς θα βάλω όρια στην συμπεριφορά του παιδιού μου;"
"Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τη σημασία των ορίων στον παππού και την γιαγιά;"
Η αποτελεσματική διαχείριση των προβλημάτων συμπεριφοράς των παιδιών με αυτισμό προϋποθέτει ότι όλοι όσοι εμπλέκονται με το παιδί στην καθημερινότητά του έχουν συμφωνήσει ποια θα είναι η δική τους αντίδραση σε αυτές τις συμπεριφορές. Η σταθερότητα και η συνέπεια όλων των μελών της οικογένειας είναι πολύ σημαντική, γιατί βοηθά το παιδί να συνειδητοποιήσει με σαφήνεια τα όρια και τις απαιτήσεις που θέτει το περιβάλλον του. Επομένως, είναι πολύ σημαντικό τόσο οι γονείς όσο και η ευρύτερη οικογένεια (παππούς γιαγιά, αδέλφια) να συναποφασίσουν για το ποια θα είναι η δική τους στάση απέναντι σε συγκεκριμένες συμπεριφορές του παιδιού (Γενά, 2003). Τα όρια που θέλει μία οικογένεια να θέσει στη συμπεριφορά του παιδιού είναι πολύ υποκειμενικά και επηρεάζονται από συγκεκριμένους κοινωνικούς και πολιτιστικούς παράγοντες. Τα κριτήρια για να τεθούν τα όρια της συμπεριφοράς του παιδιού έχουν να κάνουν με το προσωπικό στυλ διαπαιδαγώγησης, που η κάθε οικογένεια έχει επιλέξει. Για ένα αυτιστικό παιδί, όμως, είναι ιδιαίτερα σημαντικό η θέση των ορίων και των απαιτήσεων από το περιβάλλον, να γίνεται με έναν τρόπο που θα είναι κατανοητός από το ίδιο και που θα παρουσιάζει σταθερότητα και συνέπεια. Η χρήση των ίδιων χειρονομιών, ή οπτικών συμβόλων, προκειμένου να κατανοήσει το παιδί το "όχι" του γονέα ή το "απαγορεύεται", εφόσον γίνεται με τρόπο σταθερό από όλους όσους εμπλέκονται με το παιδί, μπορεί να βοηθήσει στην αποτελεσματική οριοθέτηση της συμπεριφοράς του. Αυτό που θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, όμως, σε οποιαδήποτε περίπτωση είναι το αν τα όρια στη συμπεριφορά του παιδιού βοηθούν στην καλύτερη προσαρμογή του, άμεση ή μακροπρόθεσμη, στο κοινωνικό περιβάλλον. Για παράδειγμα, αν ένα πεντάχρονο παιδί σηματοδοτεί την ανάγκη του να πάει τουαλέτα με το να κατεβάζει το παντελόνι του σε οποιοδήποτε χώρο, αυτή η συμπεριφορά μπορεί να είναι λειτουργική και γενικώς αποδεκτή για αυτήν την ηλικία, οι γονείς όμως θα πρέπει να αναλογισθούν αν, μεγαλώνοντας το παιδί, θα εξακολουθεί μια τέτοια συμπεριφορά να είναι βοηθητική στην κοινωνική ένταξη και προσαρμογή του. Το κριτήριο της κοινωνικής προσαρμογής, ωστόσο, δε θα πρέπει να οδηγεί την οικογένεια στη θέση πολύ αυστηρών ορίων, τα οποία επιβαρύνουν το παιδί με απαιτήσεις "καλής συμπεριφοράς" στις οποίες δεν μπορεί να αντεπεξέλθει, λόγω της φύσης των νευροβιολογικών του διαταραχών. Γενικά, μία καλή συζήτηση μεταξύ όλων των μελών της οικογένειας, που θα επιτρέπει την από κοινού συμφωνία για τα όρια που θα τεθούν στη συμπεριφορά του παιδιού και τους τρόπους με τους οποίους αυτό θα επιτευχθεί, είναι ίσως η καταλληλότερη προσέγγιση, προκειμένου να αποφευχθούν συγκρούσεις και διαφωνίες, οι οποίες και ένταση προκαλούν στην οικογένεια αλλά και διαιωνίζουν τα προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού, λόγω της σύγχυσης που του δημιουργούν (Cooper, Heron & Heward, 1988; O'Neill, et al., 1997).
"Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε "χειριστικές" συμπεριφορές;"
Το αυτιστικό παιδί παρουσιάζει ένα εύρος συμπεριφορών (στερεοτυπίες, τελετουργίες, εμμονές, κρίσεις θυμού, επιθετικότητα ή αυτοτραυματισμούς, καταστροφές αντικειμένων, διαταραχές ύπνου ή φαγητού, φοβίες) (Wing, 2000). Τα βαθύτερα ελλείμματα που ευθύνονται για αυτές τις ιδιαιτερότητες αφορούν διαταραχές στην ικανότητα για επικοινωνία, σύναψη κοινωνικών σχέσεων και κατανόηση κοινωνικών κανόνων, αισθητηριακές-αντιληπτικές διαταραχές. Οι βαθύτερες αυτές μειονεξίες δημιουργούν στο αυτιστικό παιδί αυξημένο άγχος, σύγχυση και δυσφορία, με αποτέλεσμα συχνά να αντιδρά με δύσκολες συμπεριφορές. Μία συμπεριφορά, όμως, δε μπορεί ποτέ να γίνει κατανοητή αν δεν λάβουμε υπόψη και το πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται. Έτσι, οι αντιδράσεις των μελών της οικογένειας σε αυτές τις συμπεριφορές μπορεί να αποτελέσουν έναν κρίσιμο παράγοντα που μπορεί να διαιωνίζει ή και να επιδεινώνει κάποιες από αυτές (Donnellan, et al., 1988; Μοrris, et al., 1996). Η προσοχή που δίνουν οι γονείς σε κάποιες συμπεριφορές του παιδιού, σε συνδυασμό με τη μείωση των απαιτήσεων των γονέων προς το παιδί, εξαιτίας των συμπεριφορών του, αποτελεί έναν από αυτούς τους παράγοντες. Αν, για παράδειγμα, ένα αυτιστικό παιδί καταλάβει ότι με το να εκδηλώσει μία κρίση θυμού, το αποτέλεσμα είναι να ικανοποιηθεί το αίτημά του να πάει βόλτα, όσο συχνά εκείνο επιθυμεί, η συμπεριφορά αυτή θα υιοθετηθεί από το παιδί ως ένας αποτελεσματικός τρόπος να επικοινωνήσει το αίτημά του για βόλτα, αλλά και να "χειρισθεί" το περιβάλλον του προκειμένου να το πετύχει. Είναι πολύ σημαντικό, οι γονείς να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο οι δικές τους αντιδράσεις στις συμπεριφορές του παιδιού συντελούν στη διατήρηση αυτών των συμπεριφορών, ώστε να σπάσουν αυτό το φαύλο κύκλο, αγνοώντας ή μην υποχωρώντας σε κάποιες συμπεριφορές. Παράλληλα, όμως, είναι εξίσου σημαντικό το να δίνονται ευκαιρίες στο παιδί να αναπτύξει εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας των αναγκών του. Συγχρόνως θα πρέπει να προλαμβάνονται δύσκολες συμπεριφορές, μέσα από τη δημιουργία ενός προγράμματος καθημερινών δραστηριοτήτων, που θα ικανοποιεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις ανάγκες του παιδιού, ώστε να μην συντρέχουν πλέον σοβαροί λόγοι εκδήλωσης δύσκολων συμπεριφορών (O'Neill, et al., 1997).
"Πως μπορούμε να διαχειριστούμε προβλήματα με τον ύπνο; (Το παιδί θέλει να κοιμάται μαζί με τους γονείς);"
Μερικά παιδιά με αυτισμό παρουσιάζουν προβλήματα με τον ύπνο τους: δεν θέλουν να πάνε στο κρεβάτι το βράδυ, ξαπλώνουν αλλά δεν κοιμούνται, σηκώνονται τη νύχτα και περιπλανιούνται στο σπίτι ή θέλουν να κοιμούνται μαζί με τους γονείς τους, ή ξυπνούν πολύ πρωί και αρνούνται να πάνε ξανά στο κρεβάτι τους. Οι διαταραχές στον ύπνο μπορεί να αντιμετωπισθούν με ένα οργανωμένο πρόγραμμα ύπνου, που έχει να κάνει με την θέση ορίων κοινών για όλα τα μέλη της οικογένειας, όσον αφορά την ώρα που το παιδί θα πάει στο κρεβάτι του για ύπνο και την ώρα που θα σηκωθεί. Σε περίπτωση που το παιδί παραβιάζει αυτά τα όρια οδηγείται και πάλι στο κρεβάτι του, με σταθερότητα και χωρίς ιδιαίτερη ένταση. Ιδιαίτερα σημαντικός, όμως, είναι και ο εμπλουτισμός του ημερήσιου προγράμματος του παιδιού με δραστηριότητες, προκειμένου το παιδί να κουράζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας, ώστε να θέλει να κοιμάται τη νύχτα. Ιδιαίτερα βοηθητική είναι η φυσική άσκηση σε αυτές τις περιπτώσεις. Η ανάγκη του παιδιού να κοιμάται μαζί με τους γονείς του μπορεί να αντιμετωπισθεί με ένα οργανωμένο πρόγραμμα ύπνου, που στόχο έχει να μείνει το παιδί για σταδιακά όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο κρεβάτι του το βράδυ, χωρίς την παρουσία του γονιού. Ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες, καθώς και τη διαρρύθμιση του χώρου στο σπίτι, θα πρέπει ο γονιός σταδιακά να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το παιδί και για όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μέχρι να καταφέρει να μένει το παιδί στο δωμάτιο μόνο του κατά τη διάρκεια της νύχτας. Για παράδειγμα, αρχικά μπορεί ο στόχος να είναι ο γονιός να κοιμάται σε ξεχωριστό κρεβάτι, αλλά στο ίδιο δωμάτιο, και το κρεβάτι του γονιού σταδιακά να απομακρύνεται από αυτό του παιδιού. Σε επόμενη φάση στόχος μπορεί να είναι ο γονιός να κοιμάται έξω από το δωμάτιο του παιδιού με ανοιχτή την πόρτα, κ.ο.κ.. Η διαδικασία μπορεί να πάρει αρκετό χρόνο. Γενικά, θα πρέπει να τονισθεί ότι τα προβλήματα ύπνου τείνουν να είναι πιο σοβαρά στην προσχολική ηλικία, ενώ καθώς το παιδί μεγαλώνει σταδιακά βελτιώνονται από μόνα τους, καθώς το παιδί πηγαίνει σχολείο και δομείται το πρόγραμμα της ημέρας του καλύτερα (Wing, 2000).
"Πως αντιμετωπίζουμε τις εμμονές του αυτιστικού παιδιού σε σχέση με το να τοποθετεί αντικείμενα σε συγκεκριμένες θέσεις;"
Η ανάγκη του παιδιού για διατήρηση της σταθερότητας και της ομοιογένειας στον περιβάλλοντα χώρο είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές αυτιστικές συμπεριφορές, η οποία σχετίζεται με το άγχος που βιώνει το αυτιστικό παιδί, μη μπορώντας να επεξεργαστεί (λόγω των νευροβιολογικών του διαταραχών) με ένα οργανωμένο τρόπο τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος (Frith, 1996). Είναι γεγονός ότι η εμμονή του αυτιστικού παιδιού στη σταθερότητα και στην ομοιογένεια μπορεί να δυσκολέψει πάρα πολύ την καθημερινότητα της οικογένειας, η οποία συχνά αναγκάζεται να υποκύπτει στις απαιτήσεις του παιδιού όσον αφορά τη θέση αντικειμένων στο χώρο. Το αν και κατά πόσο η οικογένεια θα παρέμβει, για να τροποποιήσει τέτοιου είδους συμπεριφορές εξαρτάται κάθε φορά από την ένταση και τη συχνότητα της συμπεριφοράς, καθώς και το βαθμό που αυτή η συμπεριφορά επηρεάζει τη λειτουργικότητα της οικογενειακής ζωής (Wing, 2000). Για παράδειγμα, η διατήρηση της σταθερότητας στο χώρο παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις, όταν το παιδί εμπλέκει και άλλους ανθρώπους στη ρουτίνα του (π.χ. θέλει οι γονείς του να κάθονται με συγκεκριμένο τρόπο σε μία συγκεκριμένη θέση την ώρα του φαγητού). Η οριοθέτηση της συμπεριφοράς του παιδιού σε αυτήν την περίπτωση κρίνεται απαραίτητη. Η άρνηση των γονιών να συμμετέχουν σε αυτήν την ρουτίνα θα πρέπει να είναι απόλυτη, ξεκάθαρη για το παιδί και σταθερή παρά τις όποιες αντιδράσεις του παιδιού. Αυτό που έχει εμπειρικά παρατηρηθεί είναι ότι το παιδί, ενώ μπορεί αρχικά να αντιδράσει πολύ άσχημα, σιγά-σιγά η αντίδραση του μειώνεται και σταδιακά εξαλείφεται, εφόσον, όμως, οι γονείς διατηρήσουν μία σταθερή και άκαμπτη στάση. Στο προηγούμενο παράδειγμα, οι γονείς αλλάζουν συνέχεια θέση παρά τις διαμαρτυρίες του παιδιού, και μέχρι το παιδί να το πάρει απόφαση ότι αυτή του η απαίτηση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί (Wing, 2000).
"Πώς προετοιμάζουμε το παιδί όταν πρόκειται να αλλάξει κάτι στην καθημερινή του ρουτίνα;"
Το αυτιστικό παιδί έχει ανάγκη, λόγω των χαοτικού τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, την σταθερότητα και προβλεψιμότητα στη ζωή του και στην καθημερινότητα του. Όσο πιο γρήγορα οι γονείς του παιδιού αναπτύξουν ρουτίνες λειτουργικές, για το ίδιο το παιδί και για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, τόσο πιο εύκολη και αρμονική θα είναι η συμβίωση. Είναι πολύ σημαντικό, το ίδιο το παιδί να γνωρίζει το ημερήσιο ή εβδομαδιαίο πρόγραμμα δραστηριοτήτων του (χρήση προγράμματος δραστηριοτήτων με αντικείμενα, φωτογραφίες, σύμβολα ή και με λέξεις) ανάλογα με το λειτουργικό επίπεδο του παιδιού. Εφόσον το παιδί χαλαρώσει μέσα από την σταθερότητα που του προσφέρει ένα βασικό πρόγραμμα δραστηριοτήτων, τότε μπορεί να ξεκινήσει και μία προσπάθεια εκπαίδευσης του παιδιού στο να διαχειρίζεται το απρόβλεπτο ή το διαφορετικό, χωρίς να εμφανίζει κρίσεις θυμού ή άλλες έντονες συμπεριφορές. Εάν για παράδειγμα, λόγω άσχημου καιρού μία προγραμματισμένη βόλτα ακυρωθεί, σκόπιμο είναι να γίνει μία προσπάθεια ενημέρωσης από πολύ νωρίτερα του παιδιού για την αλλαγή στο πρόγραμμα, χρησιμοποιώντας μέσα επικοινωνίας απλά και κατανοητά για το παιδί. Η αντικατάσταση μίας δραστηριότητας, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, με μία άλλη εξίσου ή και περισσότερο ευχάριστη μειώνει τις πιθανότητες εκδήλωσης δύσκολης συμπεριφοράς. Είναι επίσης πολύ σημαντικό το να κατανοήσει το παιδί ότι για πολλά πράγματα έχει τη δυνατότητα επιλογής (π.χ. μπορεί το απόγευμα να πάει βόλτα ή να κάνει κούνια στην αυλή). Θα πρέπει τέλος οι γονείς σιγά-σιγά να εμπεριέχουν στο πρόγραμμα του παιδιού το απρόβλεπτο με τη μορφή έκπληξης. (Για παράδειγμα, σε ένα δομημένο ημερήσιο πρόγραμμα δραστηριοτήτων θα μπορούσε να υπάρχει και η σχετική σηματοδότηση για άγνωστη δραστηριότητα (π.χ. ένα ερωτηματικό), ώστε σιγά -σιγά το παιδί να κατανοήσει ότι δεν μπορούμε να προγραμματίζουμε κάθε τι στη ζωή μας (Wing, 2000).
"Πώς αντιμετωπίζεται η επιθετική συμπεριφορά;"
Σε περιπτώσεις έντονων κρίσεων θυμού, που ενέχουν επιθετικότητα, αυτό που πρέπει να έχουμε υπόψη είναι ότι πολλές από αυτές τις συμπεριφορές είναι αποτέλεσμα αυξημένης έντασης και άγχους, τα επίπεδα του οποίου ξεπέρασαν κάποια στιγμή ένα οριακό σημείο και οδήγησαν σε έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα. Στο πλαίσιο της λειτουργικής ανάλυσης της συμπεριφοράς είναι πολύ σημαντικό να ανακαλύψουμε, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, ποιοι είναι οι ενεργοποιητές της συμπεριφοράς ή οι συνθήκες που αυξάνουν την πιθανότητα εκδήλωσης της επιθετικής συμπεριφοράς. Κρατώντας σημειώσεις και παρατηρώντας τι ακριβώς συμβαίνει πριν και μετά τις κρίσεις θυμού και επιθετικότητας του παιδιού, μπορούμε να οργανώσουμε καλύτερα τη συμπεριφορά μας, προκειμένου να προλάβουμε μία επικείμενη κρίση. Ο παράγοντας πρόληψη είναι πολύ κρίσιμος, όταν το παιδί βρίσκεται σε οριακό σημείο συναισθηματικής διέγερσης. Αν μπορούμε να αναγνωρίσουμε ενδείξεις εκνευρισμού ή άγχους μπορούμε να προλάβουμε την εκδήλωση της έντονης ή επικίνδυνης συμπεριφοράς.
Γενικά σε αυτές τις περιπτώσεις:
Αποφεύγουμε να κάνουμε οτιδήποτε θα διεγείρει ακόμη περισσότερο το παιδί φωνές, απειλές, σωματική εγγύτητα, έντονες χειρονομίες, εκφράσεις προσώπου.) Μιλάμε με ήρεμο τόνο και προσπαθούμε να βοηθήσουμε το παιδί να ηρεμήσει και να του δείξουμε ότι βρισκόμαστε κοντά του για ό,τι χρειαστεί. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί να απομακρυνθούμε τελείως από το οπτικό του πεδίο, αν διαπιστώσουμε ότι επίκειται μία έκρηξη θυμού. Δεν θέτουμε απαιτήσεις όταν το παιδί είναι ήδη εκνευρισμένο. Προσπαθούμε να δώσουμε στο παιδί τρόπους για να χαλαρώσει, όταν αρχίζει να δείχνει νευρικό και ανήσυχο (μουσική, μαξιλάρια, μασάζ, χυμό). Προσπαθούμε να διοχετεύσουμε την αυξημένη ενεργητικότητα του παιδιού σε "κοινωνικά αποδεκτές" διεξόδους. (π.χ. καθημερινή φυσική άσκηση.) (Wing, 2000)
Γενικά σε αυτές τις περιπτώσεις:
"Τι μπορούμε να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε αυτοτραυματισμούς;"
Η αυτοτραυματική συμπεριφορά εμφανίζεται κυρίως σε άτομα με αυτιστική διαταραχή και βαριά νοητική καθυστέρηση. Μπορεί να κυμαίνεται από ήπια μέχρι και αρκετά σοβαρή. Αυτοτραυματισμούς μπορεί επίσης να εκδηλώσει ένα αυτιστικό άτομο κατά τη διάρκεια κρίσεων θυμού (δάγκωμα των καρπών, χτύπημα του κεφαλιού). Συχνά ένας αυτοτραυματισμός μπορεί να συνδέεται με πόνο ή φυσική ασθένεια, κάτι το οποίο θα πρέπει να διερευνηθεί λεπτομερώς, πριν οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία ή αντιμετώπιση της συμπεριφοράς. Σε άλλες περιπτώσεις επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές με ένταση και διάρκεια μπορεί να πάρουν αυτοτραυματικό χαρακτήρα (π.χ. πρόκληση εμετού, κατάποση μεγάλης ποσότητας υγρών). Τα αίτια του αυτοτραυματισμού μπορεί να συνδέονται με εσωτερικές βιοχημικές ανωμαλίες και αισθητηριακές διαταραχές. Η έλλειψη ενός λειτουργικού συστήματος επικοινωνίας των βασικών αναγκών φαίνεται να είναι ένας επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας για την ανάπτυξη αυτοτραυματικής συμπεριφοράς (Wing, 2000). Υπάρχουν, όμως, και περιβαλλοντικοί παράγοντες, συνθήκες που προηγούνται ή έπονται του αυτοτραυματισμού, που μπορεί να συμβάλουν στην διατήρησή της. Η λειτουργική ανάλυση συμπεριφοράς προσπαθεί, μέσω της διερεύνησης αυτών των συνθηκών να αντικαταστήσει την αυτοτραυματική συμπεριφορά με άλλες κατάλληλες που εξυπηρετούν την ίδια λειτουργία για το αυτιστικό άτομο. Αν, δηλαδή, γνωρίζουμε ότι η λειτουργία του αυτοτραυματισμού συνδέεται με την επικοινωνία βασικών του αναγκών (αίτηση ή άρνηση αντικειμένων ή δραστηριοτήτων), τότε μια καλή προσέγγιση θα ήταν να προσπαθήσουμε να διδάξουμε εναλλακτικές συμπεριφορές, που εξυπηρετούν την ίδια λειτουργία, προκειμένου να προλάβουμε τον αυτοτραυματισμό. Η χρήση προστατευτικών εξαρτημάτων (κράνη, γάντια, κ.λ.π.) δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά, γιατί ο περιορισμό της κίνησης του ατόμου ή το μπλοκάρισμα του αισθητηριακού ερεθίσματος, που ένας αυτοτραυματισμός προκαλεί δεν βοηθά στην ουσιαστική λύση του προβλήματος και πολλές φορές αναστατώνει περισσότερο το άτομο. Η φαρμακευτική αντιμετώπιση του αυτοτραυματισμού είναι επίσης συχνή, αλλά δεν αποτελεί παρά ένα προσωρινό μέτρο, καθώς δεν λύνει το πρόβλημα παρά μόνο το καταστέλλει, ενώ δημιουργεί αρκετά ηθικά διλήμματα, κυρίως λόγω των παρενεργειών που μπορεί να φέρει στο άτομο. Γενικότερα θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μία καλή παρατήρηση και καταγραφή των συνθηκών κάτω από τις οποίες συμβαίνει ένας αυτοτραυματισμός και της λειτουργίας, την οποία μπορεί να εξυπηρετεί, είναι ίσως η καλύτερη προσέγγιση προκειμένου αφενός να προλάβουμε την εκδήλωση του και αφετέρου να εκπαιδεύσουμε το άτομο σε εναλλακτικές συμπεριφορές, που θα έχουν την ίδια λειτουργία Donnellan, et al., 1988; O'Neill, et al., 1997).
http://www.autismhellas.gr