Το πείραμα του ανέκφραστου προσώπου (the still face experiment) διεξήχθη το 1975 από τον Edward Tronickκαι τους συνεργάτες του σε μια προσπάθεια να εξακριβωθεί και να τονιστεί η σημασία της αλληλεπίδρασης μητέρας-βρέφους στα πρώτα χρόνια της ζωής.
Στη συνθήκη συμμετείχαν ένα βρέφος περίπου ενός έτους και η μητέρα του. Αρχικά, η μητέρα και το βρέφος αλληλεπιδρούσαν όπως συνήθως παίζοντας και γελώντας, με τη μια πλευρά να ανταποκρίνεται στην άλλη.
Μετά το σήμα του ερευνητή, όμως, η μητέρα καλείται να γυρίσει το πρόσωπό της και όταν γυρίσει ξανά προς το βρέφος να διατηρήσει ένα ανέκφραστο, ψυχρό πρόσωπο για περίπου δυο λεπτά.
Το βρέφος αναρωτιέται τι συμβαίνει και γιατί η μαμά δεν ανταποκρίνεται πλέον όπως συνηθίζει. Της γελάει, της δείχνει, βγάζει κραυγούλες, απλώνει τα χεράκια του και στο τέλος εφόσον βλέπει πως η μαμά δεν ανταποκρίνεται αποσύρεται και κλαίει.
Όταν η μητέρα λαμβάνει ξανά σήμα και επανέρχεται, το βρέφος επανέρχεται και το ίδιο στην αρχική συνθήκη και το πείραμα κλείνει με την συνήθη αλληλεπίδρασή τους.
Ο Tronick αναφέρει πως τα παιδιά εκτίθενται στην “καλή”, “κακή” και “άσχημη” αλληλεπίδραση. “Καλή” θεωρείται η αλληλεπίδραση κατά την οποία η μητέρα ανταποκρίνεται με ευαισθησία και στοργή στις ανάγκες και στα σήματα του βρέφους. “Κακή” αλληλεπίδραση είναι αυτή κατά την οποία κάτι άσχημο συμβαίνει, η μητέρα σταματά να ανταποκρίνεται αλλά επανέρχεται δίνοντας στο βρέφος την ευκαιρία της υγιούς αλληλεπίδρασης. Τέλος, “άσχημη” αλληλεπίδραση είναι αυτή κατά την οποία η μητέρα δεν δίνει στο βρέφος καθόλου την ευκαιρία για υγιή αλληλεπίδραση και συνήθως συναντάται σε βρέφη που κακοποιούνται, παραμελούνται ή οι γονείς των οποίων είναι καταθλιπτικοί, αλκοολικοί ή ναρκομανείς.
Δείτε το βιντεάκι που ακολουθεί: