ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝ! Το κουδούνι χτυπά και ο Γιώργος πετάγεται πάνω αναστατωμένος. Τρέχει πάνω κάτω 3-4 φορές φωνάζοντας «Tο κουδούνι, το κουδούνι, το κουδούνι…». Περνούν λίγα λεπτά και ξανακούγεται. ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝ! Ο Γιώργος όρθιος. Τρέχει πάλι δίχως προορισμό. Κλείνει τα αυτιά. «Πρέπει να πατήσεις το άσπρο κουμπί στο θυροτηλέφωνο». Λέει φωναχτά τα λόγια της μαμάς του. Περπατάει γρήγορα, φτάνει στο χωλ και βλέπει το άσπρο κουμπί. Το πατά παρατεταμένα, με πολλή δύναμη. Λίγο ακόμα και θα σπάσει… Κατεβαίνει τα σκαλιά κουτρουβαλώντας και φτάνει στη μεγάλη πόρτα. Την κοιτά. Βλέπει στο τζάμι κάτι μαύρο να κουνιέται. ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΙΝ! Πάλι τα ίδια…
Ο Γιώργος μετράει. Έτσι του έχει πει να κάνει ο Πέτρος, ο θεραπευτής του. Μετράει από μέσα του. Φτάνει μέχρι το δέκα. Παίρνει βαθιά ανάσα και πιάνει το πόμολο. Ανοίγει τη μεγάλη πόρτα και τον βλέπει…Είναι ένας άντρας με μαύρη μπλούζα. Πάνω στην μπλούζα του είναι μια πίτσα, αλλά δεν τρώγεται. Ο άντρας κρατά ένα κουτί. Ένα τετράγωνο κουτί. Ναι, από αυτά που φτιάχνεις και μόνος σου, τα χάρτινα. Ο Γιώργος ξέρει. Έχει φτιάξει κι αυτός. Αλλά, αυτό είναι διαφορετικό. Πάνω του έχει μια πίτσα και κάτι αριθμούς. «Καλησπέρα σας! Έφερα την παραγγελία σας», λέει ο άντρας. «Είναι 12 και 80». Ο Γιώργος τον κοιτά με απορία. Η καρδιά του χτυπά γρήγορα. «Εδώ μένει ο Γιώργος Χρηστάκης;» ρωτά ο άγνωστος. Αυτό ξέρει να το απαντήσει. Με μια ανάσα λέει «Είμαι ο Γιώργος Παύλου, 13 χρονών, πάω Α’ γυμνασίου, στο 29ο γυμνάσιο Παγκρατίου. Η μαμά μου είναι η Σοφία και ο μπαμπάς μου ο Παναγιώτης. Τώρα λείπουν». Είναι η σειρά του αγνώστου να κοιτάξει με απορία. «Ξέρεις Γιώργο, τρέχω από το πρωί.»
Έχω την παραγγελία του κύριου Χρηστάκη. Σε αυτό το νούμερο μου είπαν. Να, έχω και το χαρτί». Ο Γιώργος διαβάζει δυνατά «Αυτή είναι η διεύθυνσή μου, Θηραίων 6. Το “θη” γράφεται με ήτα, όχι με γιώτα… Εμένα δε μου αρέσει η πίτσα». Πέφτει το μάτι του στο ρολόι του άγνωστου άντρα. Και συνεχίζει «Είναι 7 η ώρα. Είναι ώρα για γιαούρτι με δημητριακά». Ο άγνωστος ξύνει το κεφάλι του. Κάτι δεν πάει καλά…
Ο ιδρώτας τρέχει από το κεφάλι του άντρα και τα πόδια του τρέμουν. Δεν έχει φάει τίποτα όλη μέρα. Γέρνει στην κάσα της πόρτας και πιάνει το κεφάλι του. «Ο Πέτρος λέει ότι όποτε πιάνουμε το κεφάλι μας, πονάμε ή είμαστε κουρασμένοι…». Ο άγνωστος στέκει εκεί. Δεν ξέρει τι να κάνει. Η μυρωδιά της πίτσας του έχει σπάσει τη μύτη, ώρα τώρα. «Πώς σε λένε φίλε μου;» ρωτάει το παιδί. «Με λένε Γιώργο. Σου το ξανάπα. Και δεν είμαι φίλος σου. Φίλος μου είναι ο Αλέξανδρος». «Γιώργο, θέλεις παρέα στο φαγητό;» τον διακόπτει ο άγνωστος, που είναι έτοιμος να καταρρεύσει. «Εγώ πάντα τρώω μόνος τέτοια ώρα. Όλοι λείπουν. Είναι στη δουλειά… Παίζεις Play station;».
Δυο ώρες αργότερα φτάνει η μαμά του Γιώργου. Βρίσκει το Γιώργο να παίζει Play-station και τον άγνωστο άντρα να κοιμάται βαθιά στον καναπέ δίπλα του. «Γιώργο, ποιος είναι αυτός;» λέει σχεδόν τσιρίζοντας. Ο Γιώργος απαντά δυνατά και σταθερά «Είναι ο Στέλιος, δουλεύει στην πιτσαρία δίπλα από το μαγαζί με τις κασέτες, του αρέσουν τα κορν φλέικς με σοκολάτα και δεν πίνει άσπρο γάλα. Έχει μια κόρη 8 χρονών, μένει στην Κυψέλη και του πέφτει η πίεση, όταν έχει πολλή ζέστη. Είναι πολύ κακός παίχτης στο Play-station. Όλο τον νικάω. Μου έδειξε το μηχανάκι του. Έχει ένα σπασμένο φως. Δεν πάει στο μάστορα να το φτιάξει. Γιατί; Μαμά, πες του να πάει! Όταν σπάει κάτι, το πάμε στο μάστορα». Πιάνει το κεφάλι της… Εν τω μεταξύ, ο άγνωστος ακούει συνομιλίες και ξυπνάει. «Με συγχωρείτε, κυρία μου, για την αναστάτωση. Είχα να παραδώσω την τελευταία παραγγελία, αλλά έγινε λάθος και βρέθηκα εδώ. Δε με κράταγαν τα πόδια μου και ο Γιώργος μου έκανε παρέα. Έχετε ένα υπέροχο παιδί! Σκέτο διαμάντι! Να τον χαίρεστε!»…
Ένα δάκρυ συγκίνησης κύλησε στο ρυτιδιασμένο μάγουλο της Σοφίας. Το βλέμμα της γλύκανε. Πριν οχτώ χρόνια άρχισε το τρέξιμο. Είδαν πολλά τα μάτια της. Πήγε σε όλους τους γιατρούς… «Άσπεργκερ» της είχαν πει. Τι ήταν αυτό, από πού ήρθε, τι φταίει, τι πρέπει να κάνει… της πήρε καιρό να καταλάβει… Τι κι αν αυτό, το «Άσπεργκερ», έπαψε να υπάρχει, σβήστηκε από τα χαρτιά… για εκείνην τίποτα δεν αλλάζει. Ο Γιώργος είναι εκεί, είναι αυτός. Τον αγαπά, μαθαίνει να τον αγαπά κάθε μέρα που περνάει, να επιμένει, να υπομένει, όπως κάνει κάθε μάνα. Καμία διαφορά στο βιβλίο της καρδιάς…
Ο Στέλιος είναι σχεδόν κάθε απόγευμα σπίτι τους και καμιά φορά παίρνει μαζί και την κορούλα του, την Άννα. Κάθονται και οι τέσσερις γύρω από το τραπεζάκι του σαλονιού και παίζουν επιτραπέζια γνώσεων ως αργά. Είναι τα αγαπημένα του Γιώργου.
Από την Ευγενία Δουβαρά, ψυχολόγο – παιδοψυχολόγο, ειδίκευση στην υπαρξιακή συστημική ψυχοθεραπεία