πηγη |
Δυσκολίες μάθησης – μαθησιακές δυσκολίες, δύο έννοιες που λανθασμένα συγχέονται από πολλούς και εμφανίζονται να περιγράφουν το ίδιο φαινόμενο, ενώ ουσιαστικά έχουν πολύ σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Τα προβλήματα μάθησης απαντώνται με διάφορους όρους: δυσλεξία, δυσαναγνωσία, δυσαριθμησία, δυσορθογραφία… και κάθε ένας από αυτούς αναφέρεται σε προβλήματα στον γραπτό, τον προφορικό λόγο, τα μαθηματικά, είτε και σε συνδυασμό αυτών.
Ο όρος μαθησιακές δυσκολίες λανθασμένα χρησιμοποιείται σαν ένας ρόλος «ομπρέλα» για δυσκολίες στην πρόκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού, μαθηματικής ικανότητας. Εντούτοις, είναι μεγίστης σημασίας να είμαστε σε θέση να ξεχωρίζουμε τις μαθησιακές δυσκολίες από τις δυσκολίες μάθησης. Οι μαθησιακές δυσκολίες αναφέρονται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών και διαφοροποιούνται σαφέστατα από τις γενικότερες δυσκολίες μάθησης. Αυτό προκύπτει από τον πλέον αποδεκτό μέχρι σήμερα ορισμό των Μαθησιακών Δυσκολιών, ο οποίος δόθηκε από τον Hammill το 1990. Σύμφωνα με αυτόν:
Οι Μαθησιακές Δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών, οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή μαθηματικής ικανότητας. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο, αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Προβλήματα σε συμπεριφορές αυτοελέγχου, κοινωνικής αντίληψης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης μπορεί να συνυπάρχουν με τις Μαθησιακές Δυσκολίες, αλλά δεν συνιστούν από μόνα τους τέτοιες. Αν και οι Μαθησιακές Δυσκολίες μπορεί να εμφανίζονται μαζί με άλλες καταστάσεις μειονεξίας (π.χ. αισθητηριακή βλάβη, νοητική καθυστέρηση, συναισθηματική διαταραχή) ή με εξωτερικές επιδράσεις, όπως οι πολιτισμικές διαφορές ή η ανεπαρκής / ακατάλληλη διδασκαλία, δεν είναι το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων ή επιδράσεων.
Οι μαθητές οι οποίοι αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν μια απροσδόκητη υπό-επίδοση. Έχουν τουλάχιστον φυσιολογικό δείκτη νοημοσύνης και δεν υπάρχουν (εμφανείς τουλάχιστον) λόγοι που να εξηγούν τη χαμηλή τους σχολική επίδοση. Χαρακτηρίζονται από μια απρόσμενη απόκλιση μεταξύ του γνωστικού τους δυναμικού και της σχολικής τους επίδοσης. Αυτό αποτελεί και το κριτήριο διάγνωσης των Μαθησιακών Δυσκολιών.
Γενικά, συμπεραίνουμε ότι πρωτογενείς παράγοντες για την εμφάνιση μαθησιακών δυσκολιών αποτελούν οργανικές, νευρολογικές αιτίες, ενώ τα διάφορα προβλήματα μάθησης μπορεί να οφείλονται σε ποικίλα αίτια, όπως:
- Νοητική υστέρηση
- Βιολογική ανωριμότητα
- Αισθητηριακές βλάβες
- Συναισθηματικές διαταραχές
- Ελλιπής σχολική φοίτηση
- Ανεπαρκής διδασκαλία
- Διγλωσσία
- Φτωχό κοινωνικό περιβάλλον
- Συνδυασμός προβλημάτων
Τα αίτια αυτά μπορούν να λειτουργήσουν ως δευτερογενείς παράγοντεςπου μπορούν να επηρεάσουν την εκδήλωση των Μαθησιακών Δυσκολιών και μπορούν να προκαλέσουν διάφορες δυσκολίες μάθησης, δεν μπορούν όμως να προκαλέσουν μαθησιακές δυσκολίες.
Μαθητές χαμηλής επίδοσης, αποκαλούμε τους μαθητές οι οποίοι αφενός έχουν φυσιολογική νοημοσύνη, αλλά παρουσιάζουν χαμηλή σχολική επίδοση, η οποία μπορεί να οφείλεται σε δυσκολίες μάθησης, βιολογική ανωριμότητα, κακή διδασκαλία, συναισθηματικές διαταραχές. Οι αδύνατοι μαθητές που συχνά τους αποκαλούμε «αργούς» μαθητές, κατακτούν τις γνώσεις με αργό ρυθμό λόγω μιας γενικότερης δυσκολίας που έχουν με βάση την ηλικία τους. Παρουσιάζουν οριακή νοημοσύνη και λόγω αυτού δυσκολεύονται στα μαθήματα και κάνουν λάθη στην οργάνωση και στην ορθογραφία. Τα λάθη τους και οι δυσκολίες τους επιφανειακά μοιάζουν με αυτά των δυσλεξικών μαθητών, ουσιαστικά όμως διαφέρουν.
Η κατηγοριοποίηση των μαθητών με βάση το βαθμό δυσκολίας τους και την επίδοση τους στα μαθήματα είναι μεγίστης σημασίας, για την ποιότητα παροχής του μαθησιακού αγαθού. Επιπρόσθετα, η έγκαιρη διάγνωση του οποιουδήποτε προβλήματος, είναι μεγίστης σημασίας προς την κατεύθυνση της σχολικής, επαγγελματικής ή/και κοινωνικής ένταξης. Η γνώση των ιδιαιτεροτήτων και χαρακτηριστικών της κάθε κατηγορίας διαταραχών βοηθά στην αντιμετώπιση του προβλήματος και στην εξέλιξη της μαθησιακής του πορείας μέσα από την χορήγηση εξατομικευμένων προγραμμάτων.
Η ανάγνωση είναι μια σύνθετη διαδικασία που περιλαμβάνει την αποκωδικοποίηση και την κατανόηση ενός γραπτού μηνύματος. Το γεγονός, λοιπόν, ότι ένα μεγάλο ποσοστό των μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες (80%) παρουσιάζει δυσκολίες στην ανάγνωση δεν μας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Αυτά τα δύο μέρη της διαδικασίας αναπτύσσονται παράλληλα και αλληλεπιδρούν. Για να μπορεί ένα παιδί να διαβάσει, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει και να συνδυάσει πληροφορίες, όπως η αναγνώριση συμβόλων και η συσχέτιση τους, να ενεργοποιήσει γραμματικές και συντακτικές γνώσεις και συγχρόνως να αξιοποιήσει σημασιολογικές προσδοκίες.. Επιπρόσθετα, η αναγνωστική ικανότητα σχετίζεται με την ευχέρεια, δηλ. την ικανότητα ανάγνωσης των λέξεων με ακρίβεια, έκφραση, προσωδία, αλλά και την ικανότητα ανάγνωσης ενός κειμένου αυτόματα, γρήγορα και ομαλά. Η έλλειψη των παραπάνω κριτηρίων και κυρίως η αδυναμία στην ικανότητα αποκωδικοποίησης και η έλλειψη φωνολογικής επίγνωσης συνιστά τη βάση του αναγνωστικού προβλήματος. Αυτό επηρεάζει το επίπεδο και το ρυθμό ανάγνωσης, τα οποία καθορίζουν με τη σειρά τους τη γενική αναγνωστική ικανότητα. Διαπιστώνεται ότι όταν η αποκωδικοποίηση, η ευχέρεια και η κατανόηση γραπτών μηνυμάτων λειτουργεί κανονικά, τότε έχουμε ως αποτέλεσμα την καλή ανάγνωση. Σε περίπτωση που αυτές δυσλειτουργούν, σε αντίθεση με τη φυσιολογική τους νοημοσύνη, τότε μιλάμε για φτωχούς αναγνώστες. Η αιτιολογία της «φτωχής» ανάγνωσης αποδίδεται σε:
- Δυσλεξια
- Μαθησιακή δυσκολία στην ανάγνωση, δηλ. φωνολογικά ελλείμματα
- Φαινόμενα διγλωσσίας
- Ελλιπής σχολική φοίτηση
- Ανεπαρκής διδασκαλία
- Φτωχό κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς ερεθίσματα
- ΔΕΠΥ.
Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες αντιμετωπίζουν αυξημένα προβλήματα τα οποία έχουν να κάνουν τόσο με το γνωστικό, όσο και με το συναισθηματικό-κοινωνικό τομέα. Μολονότι, λοιπόν, ο όρος μαθησιακές δυσκολίες υποδηλώνει δυσκολίες στο πλαίσιο των σχολικών μαθημάτων πρωτίστως , τα προβλήματα δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτό το πεδίο. Σύμφωνα με στοιχεία, οι άνθρωποι με μαθησιακές δυσκολίες αντιμετωπίζουν προβλήματα στις κοινωνικές τους σχέσεις , καθώς ζουν σε ένα περιβάλλον συνεχούς ματαίωσης των προσπαθειών τους. Οι παράγοντες που προκαλούν τον διαχωρισμό των παιδιών που φέρουν αυτή την ετικέτα από τους συμμαθητές τους, θέτοντας έτσι σε κίνηση τη διαδικασία παραπομπής τους σε ειδικό και τη διαδικασία διάγνωσης των μαθησιακών δυσκολιών, είναι συνήθως κάποια προβλήματα στην κοινωνική προσαρμογή των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες και όχι μόνο τη σχολική υπό-επίδοσή τους. Μέχρι πρόσφατα πρώτιστο μέλημα ήταν οι σχολικές δυσκολίες και τρόποι αντιμετώπισής τους. Η σχολική επιτυχία ή αποτυχία συσχετιζόταν κατά κύριο λόγο με την γενική αντιληπτική και γνωστική εξέλιξη του παιδιού. Όμως μέχρι να καταλήξουμε στην επίδοση του παιδιού και να γίνουν ορατές οι δυσκολίες του, το παιδί έχει να αντιμετωπίσει έναν ακυρωτικό κύκλο αλληλεπιδράσεων με την είσοδο στη σχολική κοινότητα.
Τις τελευταίες δεκαετίες καταβλήθηκαν προσπάθειες, ώστε να συσχετιστεί η αντιληπτική και η γνωστική εξέλιξη των παιδιών και με την κοινωνική λειτουργικότητά τους. Εάν προσδιοριστεί η έννοια κοινωνική ικανότητα, επάρκεια ή αποτελεσματικότητα, θα διαπιστωθεί ότι η συγκεκριμένη έννοια αναφέρεται σε μοτίβα συμπεριφοράς και σε κρίσεις που εκφέρουν οι άλλοι άνθρωποι, οι οποίες εκφράζουν ικανότητα στη διαπροσωπική αλληλεπίδραση, εάν χάρη στις συμπεριφορές αυτές το άτομο χαίρει της θετικής εκτίμησης των άλλων. Με αυτή την έννοια η κοινωνική προσαρμογή συνδέεται με επιτυχείς διαπροσωπικές σχέσεις. Σύμφωνα με σταθερά ερευνητικά στοιχεία, πολλά παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες βιώνουν «αρνητικές» κοινωνικές σχέσεις με όσους ανθρώπους παίζουν τον ρόλο του «αξιολογητή» στη ζωή τους και τις περισσότερες φορές η σχολική αποτυχία συνεπάγεται την απόρριψη τους από γονείς, δασκάλους και άλλους ενήλικους παρατηρητές.Είναι, άλλωστε, γνωστό το σχήμα του φαύλου κύκλου των δυσλεξικών μαθητών, με το οποίο αποδίδεται η πορεία τους στον εκπαιδευτικό τομέα και η πιθανή κατάληξή τους, όταν δεν αντιμετωπίζονται έγκαιρα οι μαθησιακές δυσκολίες. Αυτές οι συνέπειες μπορεί να επεκταθούν αργότερα και στην ενήλικη ζωή του ατόμου με τη μορφή διάφορων επαγγελματικών και κοινωνικών δυσκολιών. Εάν τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες δεν αντιμετωπιστούν και δεν υποστηριχτούν σωστά, μπορούν να παρουσιάσουν στην εφηβεία, ή και αργότερα, σειρά προβλημάτων σαν επιπλοκές της μακροχρόνιας αποτυχίας και της χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Βέβαια, οφείλουμε να αναφέρουμε πως δεν αντιμετωπίζουν όλα τα παιδιά και οι έφηβοι με μαθησιακές δυσκολίες προβλήματα κοινωνικής προσαρμογής. Ορισμένοι μάλιστα είναι δημοφιλείς και έχουν καλές κοινωνικές σχέσεις με τους συνομηλίκους τους. Φαίνεται, λοιπόν, πως η αποδοχή των μαθητών αυτών σχετίζεται με το διδακτικό περιβάλλον και τον τρόπο ένταξης στο σχολείο. Κάθε περίπτωση μαθητή με μαθησιακές δυσκολίες είναι ξεχωριστή ως προς τις κοινωνικές της δεξιότητες και πρέπει οι προσαρμογές του διδακτικού περιβάλλοντος που συμβάλλουν στην ομαλή ένταξη του μαθητή στην τάξη να ορίζονται με ιδιαίτερη προσοχή.
Βασιλική Χουντάλα
Ψυχολόγος