πηγη |
Παλιότερα τους χαρακτήριζαν κακούς μαθητές και τους αποτέλειωναν λέγοντας «δεν τα παίρνει τα γράμματα». Σήμερα ξέρουμε ότι τα παιδιά που δυσκολεύονται στο σχολείο ή έχουν προβλήματα στην εκφορά του λόγου μπορούν να είναι «καλοί μαθητές» με τη βοήθεια της λογοθεραπείας.
Άργησε να μιλήσει, ελπίζω να μη σημαίνει αυτό κάτι για το σχολείο», «Δεν μπορεί να πει καλά το “ρ”, πότε θα το καταφέρει;», «O δάσκαλος μου είπε ότι είναι πολύ κακός στην ορθογραφία, θα δούμε αν θα διορθωθεί». Είναι μερικές από τις συχνότερες ανησυχίες των γονιών, καθώς το παιδί τους από μωρό γίνεται νήπιο και κατόπιν… υποψήφιος μαθητής. Στο παρελθόν ανάλογες δυσκολίες δεν θα προκαλούσαν τίποτα παραπάνω από τις παρατηρήσεις των γονιών. Σήμερα όμως οι μαθησιακές δυσκολίες καθώς και τα προβλήματα λόγου, επικοινωνίας και ομιλίας μπορούν να λυθούν με μερικές επισκέψεις στο λογοθεραπευτή. Πότε να απευθυνθείτε σε ειδικό και πώς μπορεί να βοηθήσει το παιδί σας;
πηγη |
«θάσος» αντί για «δάσος». Αρκετά παιδιά γύρω στην ηλικία των 4 ετών δεν μπορούν να πουν καλά κάποιο γράμμα (κυρίως το «ρ» ή το «σ»), μπερδεύουν φθόγγους που απαιτούν παρόμοια θέση της γλώσσας στο στόμα (π.χ. το «β» και το «δ») ή φθόγγους που έχουν την ίδια θέση, αλλά διαφέρουν ηχητικά (π.χ. το «δ» με το «θ»). Τα προβλήματα άρθρωσης δεν είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά και συνήθως διορθώνονται με τη βοήθεια λογοθεραπευτή σε μικρό χρονικό διάστημα (από δύο εβδομάδες μέχρι και μερικούς μήνες). O λογοθεραπευτής εξηγεί στο παιδί πού πρέπει να τοποθετήσει τη γλώσσα και τα χείλη του, με ασκήσεις τις οποίες χρειάζεται να επαναλαμβάνει και στο σπίτι με τη βοήθεια των γονιών του. Είναι πιθανό όμως το ίδιο το παιδί να «καθαρίσει» μόνο του το γράμμα που δυσκολεύεται να πει με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, είναι καλό να λυθεί το πρόβλημα πριν ξεκινήσει το σχολείο, γιατί είναι πιθανό να δημιουργηθεί γενικότερη σύγχυση στη μαθησιακή διαδικασία.
αντί για «το παιχνίδι μου έσπασε». Η φράση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα παιδιού με ιδιαίτερα απλοποιημένη έκφραση. Η γενικότερη ανώριμη εικόνα ενός παιδιού 4-5 ετών συμπληρώνεται με το χαμηλό συντακτικό επίπεδο (π.χ. το παιδί δεν χρησιμοποιεί άρθρα στις προτάσεις ή «κόβει» τα ρήματα) και το φτωχό λεξιλόγιο. Φυσιολογικά, σε αυτή την ηλικία τα παιδιά πρέπει να κατονομάζουν ακόμα και αντικείμενα που δεν βλέπουν, να κατανοούν έννοιες (όπως τα χρώματα), να μπορούν να περιγράψουν μια εικόνα ή να πουν ένα σύντομο παραμύθι. Η λογοθεραπεία βοηθά το παιδί μέσα από το παιχνίδι (κάρτες, πλαστελίνη, παιχνίδια ρόλων) να αυξήσει τα ερεθίσματά του και επομένως να βελτιώσει τις γλωσσικές του επιδόσεις.
Πρόκειται για πρόσκαιρο φαινόμενο που συνήθως το ξεπερνά μόνο του το ίδιο το παιδί σε μικρό χρονικό διάστημα. Αντίθετα, ο τραυλισμός που παρουσιάζεται σε μεγαλύτερη ηλικία είναι πιο δύσκολος στην αντιμετώπισή του και χρειάζεται παρακολούθηση από λογοθεραπευτή, γιατί είναι πιθανό να παραμείνει.
Το παιδί λέει επαναλαμβανόμενες συλλαβές (π.χ. «μα-μα», «μπα-μπα»).
Συνδυάζει δύο λέξεις μεταξύ τους και φτιάχνει μικρές προτάσεις (π.χ. «όχι νάνι», «μαμά άτα»).
Η ομιλία του είναι κατανοητή από τους περισσότερους ανθρώπους.
Oι προτάσεις που σχηματίζει είναι μεγαλύτερες, μπορούν να έχουν οκτώ ή περισσότερες λέξεις, αλλά ο μέσος όρος είναι προτάσεις περίπου 4-5 λέξεων.
Λέξεις όπως «είναι», «είσαι», «είμαστε» χρησιμοποιούνται μέσα σε προτάσεις (π.χ. «O Νίκος είναι ο πατέρας της Μαρίας»), ενώ και λειτουργικές λέξεις, όπως «μέσα», «πάνω», «ένα», χρησιμοποιούνται σωστά μέσα σε προτάσεις.
Συνήθως το παιδί καταφέρνει να προφέρει και δύσκολους ήχους, όπως «τ», «τς», «λ», «ρ», «β» και «θ».
Χρησιμοποιεί σωστά όλους τους ήχους στην ομιλία του.
Χρησιμοποιεί σωστά τη γραμματική σε πολλές προτάσεις και ερωτήσεις.
Σημαντικό είναι να παρακολουθείτε την εξέλιξη του παιδιού σας και αν υποψιαστείτε κάποια προβλήματα, να κρατάτε και ένα ημερολόγιο σχετικά με τη συμπεριφορά του, το λόγο και τη σκέψη του. Απευθυνθείτε σε λογοθεραπευτή αν το παιδί σας παρουσιάζει δυσκολίες σε σχέση με τα παιδιά της ηλικίας του.
Τα μαθησιακά προβλήματα δεν μπορούν να προληφθούν. Εμφανίζονται μόλις αρχίσει το σχολείο και δεν εξαφανίζονται, αλλά περιορίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Το παιδί αντιμετωπίζει πρόβλημα τόσο με τη γραφή όσο και με την ανάγνωση. Ενώ μπορεί να εκφραστεί προφορικά, δυσκολεύεται να γράψει τα ίδια πράγματα στο χαρτί, επειδή δεν μπορεί π.χ. να συντονίσει τη σκέψη του ή χρειάζεται πολύ χρόνο κ.ά. Δυσκολεύεται επίσης να διαβάσει, να καταλάβει και να θυμηθεί. Αντίθετα, αν κάποιος του διαβάσει κάτι δυνατά ή το ακούσει μαγνητοφωνημένο, είναι σε θέση να το κατανοήσει. Ένα δυσλεκτικό παιδί κάνει συνήθως άσχημα γράμματα ή αναγραμματισμούς (π.χ. μπερδεύει το «3» με το «ε»), παραλείπει ακόμα και ολόκληρες συλλαβές από λέξεις, ενώ είναι πιθανό (αλλά όχι αναγκαστικό) να αντιμετωπίζει και προβλήματα μνήμης ή προβλήματα με αριθμούς. Αν οι γονείς παρατηρήσουν δυσκολίες από τις πρώτες μέρες στο σχολείο, καλό είναι να αφήσουν χρόνο στο παιδί, αφού μπορεί να οφείλονται σε δυσκολία προσαρμογής στο σχολικό περιβάλλον και όχι σε μαθησιακό πρόβλημα. Στην Α΄ Δημοτικού, γύρω στα Χριστούγεννα, μπορούν να ελέγξουν την εικόνα του παιδιού στο σχολείο σε συνεργασία με το δάσκαλο (Πώς αντιδρά το παιδί στην ομαδική διαδικασία; Συμμετέχει; Είναι κλεισμένο στον εαυτό του; Σηκώνει το χέρι; κλπ.), αφού η εικόνα του μέσα στην τάξη ενδέχεται να είναι διαφορετική από αυτήν που δείχνει στο σπίτι. Μετά και το τέλος της Α΄ Δημοτικού μπορεί να διαγνωστεί δυσλεξία και το παιδί να παρακολουθείται από ειδικό παιδαγωγό και λογοθεραπευτή.
Υπάρχουν πολλά μαθησιακά προβλήματα τα οποία μπορεί να σχετίζονται μόνο με την ανάγνωση (π.χ. το παιδί παραλείπει να διαβάσει λέξεις ή «πηδάει» σειρές), μόνο με τη γραφή (π.χ. κάνει υπερβολικά πολλά ορθογραφικά λάθη ή πολύ άσχημα γράμματα), τη μνήμη (π.χ. δυσκολεύεται να θυμηθεί ονόματα ή δεν μπορεί να απομνημονεύσει το μάθημά του) ή με τα μαθηματικά (π.χ. δεν καταλαβαίνει την έννοια των πράξεων ή μπερδεύει τα σύμβολα και τους αριθμούς). Συνήθως χρειάζονται χρόνια για να βελτιωθούν, αφού κάθε χρόνο οι απαιτήσεις στο σχολείο είναι όλο και μεγαλύτερες, με αποτέλεσμα το παιδί να χρειάζεται επιπλέον ενίσχυση.
Συνήθως στη συνεδρία παρευρίσκονται μόνο το παιδί και ο λογοθεραπευτής. Η παρουσία του γονέα μπορεί να ωφελήσει μόνο στην προσχολική ηλικία και κυρίως όταν υπάρχουν προβλήματα άρθρωσης (αφού μπορεί να βοηθήσει στην εξάσκηση του παιδιού στο σπίτι). Στις μικρές ηλικίες χρησιμοποιείται το παιχνίδι ως μέσο θεραπείας, ενώ τα παιδιά του δημοτικού έχουν με το λογοθεραπευτή τη σχέση μαθητή-δασκάλου, καθώς ο λογοθεραπευτής τού δίνει π.χ. γλωσσικές ασκήσεις για το σπίτι κλπ.
O γονιός πρέπει να δίνει στο παιδί ποικίλα ερεθίσματα και να το ενισχύει γλωσσικά. Πρέπει να αποφεύγει τα χαϊδευτικά και τη μωρουδίστικη διάλεκτο και να του μιλάει όπως σε ένα παιδί σχολικής ηλικίας, ακόμα και αν είναι μόνο τεσσάρων χρονών. Δεν χρειάζεται να το διορθώνει συνέχεια, ούτε να το φέρνει σε δύσκολη θέση. Όταν το παιδί κάνει λάθος, ο γονιός πρέπει να απαντάει με το σωστό τρόπο. Oυσιαστικό ρόλο έχουν και τα παιχνίδια που ενισχύουν τις γνωστικές ικανότητες του παιδιού (σχετίζονται με χρώματα, έννοιες και σκέψεις). Μάλιστα, ακόμα και η τηλεόραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ωφέλιμο τρόπο, αφού τα παιδιά ακούνε και μαθαίνουν. Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι γονείς καλό είναι να ασχολούνται περισσότερες ώρες με τα παιδιά αντί να τα παραφορτώνουν με εξωσχολικές δραστηριότητες.
Πηγή