πηγη |
Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες ιδεοληψίες ή/και καταναγκασμούς, οι οποίοι προκαλούν έντονη υποκειμενική ενόχληση στο άτομο που τους βιώνει, καθώς καταναλώνει περισσότερο από μία ώρα την ημέρα για την ενασχόληση μαζί τους, με αποτέλεσμα να προκαλούν σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας στην καθημερινότητά του, επηρεάζοντας τις συνήθειές του, το σχολείο και τις σχέσεις του με τους άλλους. Οι ιδεοληψίες είναι επίμονες ιδέες, σκέψεις, παρορμήσεις ή εικόνες, τις οποίες το άτομο βιώνει ως εισβολή και του προκαλούν άγχος και δυσφορία. Το άτομο αναγνωρίζει τις σκέψεις αυτές ως παράλογες και ανεπιθύμητες και συνήθως συνοδεύονται από συναισθήματα φόβου. Πιθανώς τα παιδιά να μην δύνανται να περιγράψουν επακριβώς το περιεχόμενο των ιδεοληψιών. Οι καταναγκασμοί είναι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή νοητικές πράξεις, τις οποίες το άτομο νιώθει αναγκασμένο να εκτελέσει ως απάντηση στην ιδεοληψία. Οι καταναγκασμοί μειώνουν το άγχος που δημιουργούν οι ιδεοληψίες, καθώς το άτομο θεωρεί ότι αποτρέπουν να συμβεί αυτό για το οποίο φοβάται, που ορίζεται από την έμμονη σκέψη-ιδεοληψία. Το άτομο γνωρίζει ότι οι καταναγκαστικές πράξεις στις οποίες προβαίνει είναι ανούσιες. Ωστόσο τα παιδιά και οι έφηβοι είναι λιγότερο πιθανό να έχουν αυτή την επίγνωση.
Τα συμπτώματα που παρατηρούνται στα παιδιά με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ουσιαστικά δεν διαφέρουν από αυτά των ενηλίκων. Αυτά που εμφανίζονται συχνότερα αφορούν ιδεοληψίες μόλυνσης και καταναγκαστικό πλύσιμο, έντονους φόβους των παιδιών για την ασφάλεια των ίδιων ή των γονιών τους, επαναλαμβανόμενους ελέγχους του σπιτιού (για παράδειγμα επαναλαμβανόμενος έλεγχος εάν είναι κλειδωμένη η εξώπορτα του σπιτιού) που προκύπτουν από τις αμφιβολίες των παιδιών, επαναληπτικό μέτρημα και σιωπηλές προσευχές. Οι καταναγκαστικές πράξεις επαναλαμβάνονται μέχρι να γίνουν τέλειες (όπως ορίζεται το «τέλειο» από το άτομο) και απόλυτα σωστές. Το επαναλαμβανόμενο διάβασμα και γράψιμο των εργασιών των παιδιών για το σχολείο, που εμφανίζεται ως καταναγκασμός, επηρεάζει σε ορισμένες περιπτώσεις αρνητικά τη σχολική επίδοση. Σε λίγες περιπτώσεις, όσον αφορά τα παιδιά, οι ιδεοληψίες μπορεί να αφορούν εικόνες σεξουαλικού ή επιθετικού περιεχομένου και αυτοτραυματισμού.
Τα παιδιά που πάσχουν από ιδεοψυχαναγκασμό συνήθως αναφέρουν ότι κάνουν συνεχώς σκέψεις που δεν τις θέλουν και προσπαθούν να καταπιέσουν. Ακόμη μπορεί να προβούν σε συμπεριφορές τελετουργικού χαρακτήρα, για παράδειγμα να αναβοσβήσουν το φώς επτά φορές (καταναγκασμός) για να μην πάθει κανείς κακό (ιδεοληψία). Άλλες τυπικές συμπεριφορές των παιδιών με ψυχαναγκαστικά συμπτώματα είναι η επίμονη τοποθέτηση των παιχνιδιών σε τάξη, η αποφυγή των σχισμών στα πλακάκια του πεζοδρομίου και η εμμονή με προσωπικά αγαπημένα αντικείμενα που δεν αποχωρίζονται ποτέ, συμπεριφορές που δεν είναι απαραίτητο ότι αποδεικνύουν την ύπαρξη ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, εντούτοις δεν πρέπει να παραβλεφθούν εάν επιμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή στα παιδιά μπορεί να συνυπάρχει με άλλες αγχώδεις διαταραχές, όπως είναι το άγχος αποχωρισμού, με καταθλιπτική διαταραχή, με τη διαταραχή Tourette και τικ, με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας και με την εναντιωματική διαταραχή. Οι παραπάνω διαταραχές εμφανίζονται στα παιδιά ως οι πιο συχνές σε συνδυασμό με τον ιδεοψυχαναγκασμό, έτσι ώστε να παρατηρείται συννοσηρότητα.
Ο ρόλος του παιδαγωγού είναι εξαιρετικά σημαντικός ιδιαίτερα όσον αφορά τη διάγνωση της διαταραχής στα παιδιά. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη διαταραχή συχνά υποδιαγιγνώσκεται, λόγω της απόκρυψης των συμπτωμάτων από το άτομο, και το γεγονός ότι οι γονείς οδηγούνται στους ειδικούς όταν παρατηρούν τα δευτερογενή προβλήματα που προκύπτουν από τη διαταραχή, όπως για παράδειγμα η πτώση της σχολικής επίδοσης, συμβάλλουν στη καθυστερημένη διάγνωση. Επομένως ο παιδαγωγός οφείλει να παρατηρεί τη δυσλειτουργία στη ζωή του παιδιού και να επισημαίνει στους γονείς την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση της κατάστασης.
Σε ένα πρώτο στάδιο ο παιδαγωγός πρέπει να γνωρίζει τη συμπτωματολογία και τη φύση της διαταραχής, έτσι ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίσει τους καταναγκασμούς στους οποίους προβαίνει το παιδί. Στη συνέχεια πρέπει να συζητήσει με το παιδί, με σκοπό να αξιολογήσει την κατάσταση, γεγονός που προϋποθέτει μία καλή σχέση δασκάλου-μαθητή. Επίσης, η συζήτηση με τους γονείς ή τους κηδεμόνες του παιδιού είναι απαραίτητη και περιλαμβάνει την ενημέρωση για τη συμπεριφορά του παιδιού, για τη διαταραχή και για τις μεθόδους αντιμετώπισης, όπως η συμπεριφορική-γνωσιακή ψυχοθεραπεία και η φαρμακοθεραπεία, με τους αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης. Είναι αναγκαίο οι γονείς να πεισθούν να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό, καθώς εκείνος θα βοηθήσει στη βελτίωση της ζωής του παιδιού και των γονέων. Για αυτό το λόγο πρέπει να γνωστοποιηθούν στους γονείς οι συνέπειες της διαταραχής και εκείνοι να ενισχυθούν από τον παιδαγωγό στην αναζήτηση έγκαιρης βοήθειας και παρέμβασης. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ενοχοποιηθεί το παιδί ή η οικογένειά του. Η οικογένεια επηρεάζει τον τρόπο εμφάνισης της διαταραχής, αλλά επίσης επηρεάζεται από αυτήν. Για αυτό το λόγο συστήνεται από τους ειδικούς ψυχικής υγείας οικογενειακή θεραπεία, κατά την οποία τα μέλη της οικογένειας ενημερώνονται για τη φύση της ασθένειας και μαθαίνουν πως να δείχνουν κατανόηση στο άτομο που πάσχει, χωρίς ωστόσο να ενθαρρύνουν την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά. Πρέπει να τονιστεί, όμως, ότι σε καμία περίπτωση τα προβλήματα που ενδεχομένως να αντιμετωπίζει μία οικογένεια δεν έχουν αιτιώδη σχέση με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, δηλαδή δεν την προκαλούν.
Εφόσον έχουν ενημερωθεί οι γονείς ο παιδαγωγός αναλαμβάνει το ρόλο του βοηθού και συμμάχου του παιδιού και της οικογένειάς του με το να δείχνει υπομονή και κατανόηση στα συμπτώματα του παιδιού, δηλαδή τους καταναγκασμούς του, με το να ενθαρρύνει το παιδί στην προσπάθειά του να ξεπεράσει τη διαταραχή που το ταλανίζει, με το να βοηθήσει στην αποσύνδεση της διαταραχής και των συμπτωμάτων από το ίδιο το παιδί ως προσωπικότητα. Είναι πολύ σημαντικό για το παιδί να διαχωρίζεται η διαταραχή από το ίδιο και να χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά του και όχι το άτομό του, με όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα του και τις δυνατότητες και ικανότητές του, οι οποίες δεν επηρεάζονται σε κανέναν βαθμό από την διαταραχή. Ακόμη ο παιδαγωγός μπορεί να βοηθήσει τον ειδικό ψυχικής υγείας δίνοντάς του πληροφορίες που αφορούν τη λειτουργικότητα και τη συμπεριφορά του παιδιού στο σχολικό χώρο.
Κατά συνέπεια, μέσω της ομαλής και στενής διαπροσωπικής επαφής και επικοινωνίας δασκάλου-μαθητή ενθαρρύνονται και οι συμμαθητές του παιδιού που ασθενεί στη κοινωνικοποίηση και στη μη απομόνωσή του. Η απόρριψη και η τιμωρία ή η ποινή αποτελούν μέσα, τα οποία δυσχεραίνουν το παιδί στην αντιμετώπιση και τη διαχείριση αυτού που βιώνει και το παρακινούν είτε να θεωρήσει πως είναι το ίδιο υπεύθυνο για ό, τι συμβαίνει και να στραφεί σε αυτοκατηγορίες και ενοχικές σκέψεις που το οδηγούν σε καταθλιπτικά συμπτώματα και διαφόρων ειδών φοβίες, είτε σε επιθετικές συμπεριφορές που κρύβουν στον πυρήνα τους αισθήματα αναξιότητας, μειονεξίας και ματαίωσης.
Σε κάθε περίπτωση η πρόωρη και έγκυρη θεραπευτική παρέμβαση είναι απαραίτητη, καθώς συμβάλλει στην καλή πρόγνωση της διαταραχής. Ο ρόλος του σύγχρονου παιδαγωγού είναι σημαντικός για την πρόληψη μίας πιθανής επιδείνωσης της διαταραχής, μέσω της έγκαιρης επισήμανσής της στους γονείς και της συμβολής του κατά τη διάρκεια αντιμετώπισής της.
Βιβλιογραφία:
Herbert, M. (1998). Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Herbert, M. (1998). Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Μάνου, Ν. (1997) Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press
Από τη Νίκη Γκατζέλια, Σύμβουλο Ψυχικής Υγείας