ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΙΧΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΟΣ. Το παιδικό ιχνογράφημα αποτελεί μια εκφραστική διαγωγή με καθαρά δικό της ύφος, που δεν είναι εύκολο να το αναπαράγει αυθεντικά ο ενήλικας. Αυθόρμητη και παγκόσμια, υπακούει σε ορισμένους δικούς της νόμους και διαγράφει μια δική της εξέλιξη. Περνώντας από μερικά χαρακτηριστικά στάδια. Ποια είναι τα στάδια αυτά; Πολλοί είναι εκείνοι που προσπάθησαν να τα προσδιορίσουν και γιαυτο είναι μεγάλη η ποικιλία των κατατάξεων που επιχειρήθηκαν στο σημείο αυτό. Το παιδί αρχίζει την ιχνογραφική του δραστηριότητα από την στιγμή που είναι σε θέση να κρατήσει στα δάχτυλα του όργανο που να αφήνει γραμμικά ίχνη επάνω σε επιφάνειες ικανές να τα δείξουν : χαρτιά, έπιπλα, τοίχους, πάτωμα. Το αποτέλεσμα, αυτής της δραστηριότητας του είναι ένα σύνολο από γραμμές που αποκαλύπτουν την κίνηση των μυών των μπράτσων του. Λίγο αργότερα το αποτέλεσμα είναι ένα συνονθύλευμα από γραμμές ποικίλες προς όλες τις κατευθύνσεις και μερικές κυκλικές, άκλειστες ή και κλειστές. Γύρω στο 3ο έτος εμφανίζεται η πρώτη απλή αναπαράσταση του ανθρωπάκου που αποτελείται από : έναν κύκλο για κεφάλι (δυσανάλογο σε σχέση με το υπόλοιπο σύνολο) μέσα από το οποίο δυο γραμμές κατεβαίνουν για ποδιά και άλλες δυο απλώνονται για χέρια, δεξιά και αριστερά. Τα υπόλοιπα γνωρίσματα είναι στοιχειώδη : συνήθως τα μάτια και το στόμα. Η φιγούρα του ανθρώπου απασχολεί έντονα το παιδί, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, και διαγράφει μια ιδιομορφική εξέλιξη. Σε ηλικία, των 4 ετών, το ανθρωπάκι γυρίνος γίνεται σιγά-σιγά ένας μικρός ανθρωπάκος, με δυο ωοειδή σχήματα (ένα για κεφάλι κι ένα, μεγαλύτερο, για σώμα). Τώρα πια το σχέδιο του νήπιου των τεσσάρων ετών μοιάζει περισσότερο με άνθρωπο, και αποτελεί τον γνωστό ανθρωπάκο (Bonhomme), όπου όμως το κεφάλι είναι συχνά ατελές. Σιγά- σιγά προστίθενται μαλλιά, η μορφή του ανθρωπάκου γίνεται πιο συμμετρική, τα χέρια και τα ποδιά τοποθετούνται σε σχετικά συμμετρική θέση, ενώ το κεφάλι αποκτά πλέον και αυτιά. Στην ηλικία των 6 ετών το παιδί πλέον αρχίζει να ντύνει τον ανθρωπάκο του, ανθρωπάκο που αν του ζητήσουμε να τον προσδιορίσει θα τον ταύτιση με κάποιο πρόσωπο της οικογένειας του. Με της είσοδο του στο Δημοτικό σχολειο το παιδί θα «διανθίσει» το σχέδιο του με λόγια, θα προσπαθήσει δηλαδή να περιγράψει αυτό που θέλει να αναπαραστήσει. Κατά την διάρκεια των πρώτων τάξεων του Δημοτικού σχολείου το παιδικό σχέδιο εμπλουτίζεται και αποκτά κίνηση, απεικονίζει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πιστότητα την πραγματικότητα, ούτως ώστε με το τέλος του Δημοτικού πλέον να περνάμε από το στάδιο του συγκεκριμένου ρεαλισμού ( απεικόνισης ) στο στάδιο της αφαίρεσης. ΤΟ ΙΧΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΩΣ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΜΕΣΟ. Σύμφωνα με τον Piaget, το ιχνογράφημα αποτελεί μια από τις μορφές της συμβολικής λειτουργίας, γιαυτο και πρέπει να τοποθετηθεί ανάμεσα στο συμβολικό παιχνίδι και στην νοητική εικόνα. Το ιχνογράφημα είναι ένα μέσω επικοινωνίας του παιδιού, μια γλώσσα πιο αυθεντική, πιο εύπλαστη και πιο άμεση από αυτή που χρησιμοποιεί συνήθως. Λόγος και σχέδιο είναι βασικά δυο διαγωγές επικοινωνίας που ενσωματώνονται στον ίδιο γενικό τομέα συμπεριφοράς. Από αυτά γίνεται φανερό ότι η αποκωδικοποίηση του ιχνογραφήματος είναι δυνατόν να αποφέρει στον ενήλικο γραφολογικές και συμβολικές πληροφορίες σχετικά με την ψυχική κατάσταση του παιδιού. Κατά την αναπαραστατική του ιδιότητα το παιδί αποδίδει τα διάφορα αντικείμενα όπως τα εννοεί δηλαδή απογυμνωμένα από τα ατομικά χαρακτηριστικά τους και κρατώντας μόνο ότι είναι πιο γενικό και πιο εκφραστικό. Το παιδικό ιχνογράφημα μπορεί να ταξινομηθεί σε μεγάλες κατηγόριες : Α) το ιχνογράφημα ως μελέτη των ικανοτήτων Β) το ιχνογράφημα ως αξιολόγηση της προσωπικότητας. Το ιχνογράφημα στην πρώτη κατηγόρια αποσκοπεί στην μέτρηση του νοητικού επιπέδου, γιαυτο και ορισμένοι το ονομάζουν εξελικτικές κλίμακες. Ένα τέτοιο τεστ είναι αυτό του Goofenough, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί τόσο ατομικά όσο και ομαδικά. Το πηλίκο του νοητικού επιπέδου μεταφράζεται σε έτη και μήνες και αφορά παιδία με ηλικία από 3-13 ετών. Το συγκεκριμένο τεστ δεν επηρεάζεται από την μάθηση, είναι δυνατόν να επαναλαμβάνεται το πέρασμα του αρκετά συχνά, γεγονός που επιτρέπει την περιοδική παρακολούθηση της νοητικής ανάπτυξης του παιδιού. Η αξιολόγηση της προσωπικότητας μέσω του ιχνογραφήματος βασίζεται σε ορισμένους έγκυρους τρόπους ερμηνείας. Η ερμηνεία είναι μια δομική ανάλυση του σχεδίου που έχει σκοπό να απομονώσει όλες εκείνες τις ενδείξεις οι οποίες θεωρούνται άμεσα σημαντικές από τον παρατηρητή. Σύμφωνα με τον Widlocher, ερμηνεύω σημαίνει μεταφράζω : η ερμηνεία προϋποθέτει την δυνατότητα μεταφοράς στο πεδίο του προφορικού λόγου ενός μηνύματος που βρίσκεται μέσα στην εικόνα. Με βάση την ερμηνεία ο ερευνητής θα διαμορφώσει και θα διατύπωση γνώμη ως προς την παρούσα ψυχολογική κατάσταση του ατόμου και επιχείρηση την ανάγωγη σε ορισμένες κύριες πλευρές της προσωπικότητας του, τόσο θετικές όσο και αρνητικές. Οι πρώτες μουτζούρες αποτελούν για το παιδί την αναπαράσταση των αγαπημένων του στοιχείων του περιβάλλοντος η ακόμα της πρώτες απόπειρες του να μιμηθεί το γράψιμο των ενήλικων (την υπογραφή του, σύμφωνα με τον Gardner). Το που τοποθετείται η ζωγραφιά ενός παιδιού πάνω στο χαρτί, τα χρώματα που χρησιμοποιούνται καθώς και τα σχέδια που προτιμά θεωρείται ότι αναδεικνύουν και διευκολύνουν την κατανόηση της προσωπικότητας του. Όταν το παιδί ζωγραφίζει στην μέση της κολλάς του χαρτιού, χαρακτηρίζεται από ασφάλεια, ενώ, αντίθετα, ένα μικροσκοπικό σχέδιο σε κάποια γωνία του μπορεί να αναδεικνύει ένα παιδί συνεσταλμένο, δείχνει υποκείμενο που συναντάει δυσκολίες στην προσαρμογή του, κυρίως μέσα στο οικογενειακό του περιβάλλον. Αντίστοιχα, η σειρά των προσώπων της οικογένειας μέσα στο παιδικό σχέδιο αναδεικνύει την εσωτερική αξιολόγηση που κάνει για αυτά καθώς επίσης τις μεταξύ τους σχέσεις. Το πρώτο πρόσωπο που απεικονίζεται συνήθως είναι αυτό με το οποίο το παιδί είναι περισσότερο δεμένο και ταυτίζεται, ενώ όσο οι μορφές απομακρύνονται από τα αριστερά προς τα δεξιά τόσο λιγότερο σημαντικές είναι για το παιδί και τόσο λιγότεροι είναι οι δεσμοί που έχει μαζί τους. Γιάννης Πάξινος κλινικός ψυχολόγος, διδάκτωρ πανεπιστήμιου Αθηνών. Σύγχρονο νηπιαγωγείο. τεύχος 69. Μάιος-Ιούνιος 2009. Σελίδες 62-63. |